- καλοσυνηθίζω
- 1. (μτβ.) διδάσκω κάποιον λεπτούς τρόπους, τού μαθαίνω καλές συνήθειες, τον συνηθίζω στο καλό («το παιδί πρέπει να τό καλοσυνηθίσεις από μικρό»)2. (αμτβ.) αποκτώ καλές συνήθειες, λεπτούς τρόπους3. (ειρωνικά) μεταδίδω σε κάποιον ευχάριστες, αλλά κακές έξεις, τόν κακοσυνηθίζω4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοσυνηθισμένος, -η, -οα) αυτός που έχει αποκτήσει καλές έξεις, καλούς τρόπους, καλοαναθρεμμένοςβ) χαϊδεμένος, καλομαθημένος, μαμμόθρεφτος.
Dictionary of Greek. 2013.