καλοσυνηθίζω

καλοσυνηθίζω
1. (μτβ.) διδάσκω κάποιον λεπτούς τρόπους, τού μαθαίνω καλές συνήθειες, τον συνηθίζω στο καλό («το παιδί πρέπει να τό καλοσυνηθίσεις από μικρό»)
2. (αμτβ.) αποκτώ καλές συνήθειες, λεπτούς τρόπους
3. (ειρωνικά) μεταδίδω σε κάποιον ευχάριστες, αλλά κακές έξεις, τόν κακοσυνηθίζω
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοσυνηθισμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει αποκτήσει καλές έξεις, καλούς τρόπους, καλοαναθρεμμένος
β) χαϊδεμένος, καλομαθημένος, μαμμόθρεφτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλοσυνηθίζω — καλοσυνηθίζω, καλοσυνήθισα, καλοσυνηθισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλοσυνηθίζω — καλοσυνήθισα, καλοσυνηθισμένος, καλομαθαίνω κάποιον: Καλοσυνήθισε στην τεμπελιά και του κακοφαίνεται η δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”